- εμπλάστριον
- έμπλαστρον τό пластырь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐμπλάστριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπλαστρίου — ἐμπλάστριον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπλαστρίῳ — ἐμπλάστριον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπλάστριο — και μπλάστρι, το (Μ ἐμπλάστριον) το έμπλαστρο … Dictionary of Greek